δουκηνάριος

δουκηνάριος
δουκηνάριος και δουκενάριος, ο (AM)
τίτλος αξιωματικού τού ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε μισθό διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους
μσν.
επίτροπος τού Βυζαντινού βασιλιά
αρχ.
το θηλ. η δουκηναρία
εκτίμηση, απογραφή πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ducenarius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δουκηνάριος — ducenarius masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουκηναρίου — δουκηνάριος ducenarius masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουκηναρίους — δουκηνάριος ducenarius masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουκηναρίων — δουκηνάριος ducenarius masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουκηνάριοι — δουκηνάριος ducenarius masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”