- δουκηνάριος
- δουκηνάριος και δουκενάριος, ο (AM)τίτλος αξιωματικού τού ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε μισθό διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιουςμσν.επίτροπος τού Βυζαντινού βασιλιάαρχ.το θηλ. η δουκηναρίαεκτίμηση, απογραφή πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ducenarius].
Dictionary of Greek. 2013.